εικοσάμηνος

εικοσάμηνος
-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εικοσάμηνος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια είκοσι μηνών. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσάμηνο χρονικό διάστημα είκοσι μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰκοσάμηνον — εἰκοσάμηνος twenty months old masc/fem acc sg εἰκοσάμηνος twenty months old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • εικοσα- — και εικοσι , α συνθετ. λέξεων, που δείχνει ότι η έννοια του β συνθετ. υπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές: Εικοσάμηνος, εικοσάδραχμο, εικοσιένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”